στύψη

στύψη
η / στῡψις, -ύψεως, ΝΜΑ [στύφω]
1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα
2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο
νεοελλ.
χημ. η στυπτηρία
αρχ.
1. (σχετικά με δέρμα) συστολή, συρρίκνωση
2. (για τροφή) πρόκληση δυσκοιλιότητας
3. (στην αρωματοποιία) συμπύκνωση τού ελαίου, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων στυπτικών ουσιών προκειμένου να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το άρωμα τού μίγματος
4. μτφ. ασκητισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στύψη — η είδος ένυδρου θειικού αλατιού: Πήρε στύψη για το κολλάρισμα των ρούχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στύψῃ — στύ̱ψῃ , στύφω contract aor subj mid 2nd sg στύ̱ψῃ , στύφω contract aor subj act 3rd sg στύ̱ψῃ , στύφω contract fut ind mid 2nd sg στύ̱ψηι , στῦψις contraction fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καραβαγγέλης, Γερμανός — (Στύψη, Λέσβος 1866 – Βιέννη 1935). Μητροπολίτης Καστοριάς (1900 7) και αργότερα Αμασείας (1909 21). Η εκκλησιαστική και πατριωτική δράση του συνδέεται με τον Μακεδονικό αγώνα και την αντίσταση των Ελλήνων του Πόντου στην αφομοιωτική πολιτική των …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… …   Deutsch Wikipedia

  • βιτριόλι — Ονομασία που δόθηκε κατά το παρελθόν σε όλα τα θειικά άλατα. Β. αργίλου είναι η στυπτηρία ή στύψη, γαλάζιο β. ο θειικός χαλκός, λευκό β. ο θειικός ψευδάργυρος, πράσινο β. ο θειικός σίδηρος, που λέγεται και σιδηρούχο, και τέλος λάδι του β., το… …   Dictionary of Greek

  • εύφιμος — εὔφιμος, ον (Α) 1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό 2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»] …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”